Και ξανά μια φορά κι έναν καιρό όχι τα πολύ παλιά τα χρόνια το Ευγενιώ γέννησε το πρώτο της το μικρό της το κορίτσι της. Κι ήταν χαρούμενο μα πόσο χαρούμενο το Ευγενιώ γιατί μεγάλο δέντρο τη λέγανε, μεγάλο και γερό με παχιά σκιά, μα χωρίς καρπό το λέγανε το Ευγενιώ.
Και το χάιδευε το μικρό της και το ακουμπούσε μάγουλο με μάγουλο και το μύριζε, αχ πως το μύριζε και χαιρόταν και γέλαγε το Ευγενιώ.
Και το μικρό της μεγάλωνε και το φρόντιζε και το τάιζε και το έπλενε και το στόλιζε και χαιρόταν το Ευγενιώ και το βλεπε να μασουλάει την πιπίλα του και το καμάρωνε.
Ώσπου εκεί γύρω στους τρεις μήνες παιδάκι ολόκληρο το μονάκριβό της, είχε μεγαλώσει πια κι ένα βράδυ το Ευγενιώ του πήρε από το στόμα την πιπίλα του και την πέταξε.
Κι άρχισε να γκρινιάζει το πρώτο της και να κλαίει και να τη ζητάει πίσω και το Ευγενιώ να του λέει... όχι καμάρι μου όχι μεγάλωσες πια. Και γκρίνιαζε και μεγάλωνε το πρώτο της και δεν κοιμόταν τα βράδυα και μεγάλωνε το γκρινιάρικο, το κλαψιάρικο το σκασμένο το μεγάλο.
Κι άρχισε να περπατάει το μεγάλο και να ναι ζωηρό και σκανταλιάρικο και το Ευγενιώ να φοβάται, αχ πόσο φοβόταν μη του πάθει τίποτα το κορίτσι της, μη χτυπήσει το γρουσούζικο, μην πονέσει το καημένο και δεν ταφηνε πολύ πολύ να βγαίνει στην αυλή να παίζει.
Και γέννησε το δεύτερο το Ευγενιώ το μικρό της το γιο της το μικρό της το μωρό της κι άρχισε να το χαιδεύει και να το ακουμπά το μικρό της μάγουλο με μάγουλο και να το μυρίζει, αχ πως το μύριζε και χαιρόταν και γέλαγε το Ευγενιώ με το μικρό της.
Και το ξέχασε το μεγάλο της, μα αυτό είχε μεγαλώσει δυο χρονών ολόκληρο παιδί... στα πόδια του και μεγάλωνε και γκρίνιαζε το μεγάλο της κι έκανε και το μικρό να κλαίει.
Και θύμωνε το Ευγενιώ, αχ πως θύμωνε κι έσμιγε τα φρύδια κι άνοιγε ένα στόμα τεράστιο και κουνούσε τα χέρια της τα μεγάλα και χτυπιόταν το Ευγενιώ, ναι χτυπιόταν και φώναζε, αχ πως φώναζε, πάλι μου το ξύπνησες το μικρό φώναζε... και το μεγάλο της φοβόταν κι έκλαιγε κι έκανε και το μικρό να κλαίει και το διωχνε το μεγάλο το Ευγενιώ για να ησυχάσει το μικρό της... και το μεγάλο το παιρνε η Βεβένη και το κοίμιζε στο σπίτι της, μαζί κοιμόταν με τη Βεβένη το μεγάλο, μέχρι να μεγαλώσει το μικρό και του λεγε παραμύθια η Βεβένη και το μεγάλο δεν την άφηνε να κοιμηθεί και μετά και μετά, Βεβένη της έλεγε... κι άλλο μην κοιμάσαι, Βεβένη και ξημερώνανε με το μεγάλο το σκασμένο να σκουντάει τη Βεβένη, ανηχόρταγο το έλεγε το Ευγενιώ κι όσο πιο πολύ μεγάλωνε τόσο ανηχόρταγο γινόταν και κλαψιάρικο και σουρτούκο όλο στους δρόμους ήθελε να ναι, το σπίτι δεν το βλεπε...και μετά και μετά έλεγε της Βεβένης
Κι όταν το μικρό της μεγάλωσε, δεν ταφηνε το Ευγενιώ το μεγάλο της να κοιμάται πια στη Βεβένη και κείνο γκρίνιαζε κι έκλαιγε και ζητούσε από το Ευγενιώ παραμύθια, μα είχε δουλειές το Ευγενιώ δουλειές πολλές, που να χει ώρα για παραμύθια και του λεγε κοιμήσου αύριο θα σου πω και το μεγάλο δεν τη πίστευε και γκρίνιαζε κι έκλαιγε και τη ρωτούσε... μαμά μαγαπάς κάθε που ρχόταν να το σκεπάσει το κλαψιάρικο το βράδυ και το Ευγενιώ θύμωνε γιατί είχε δουλειές, πολλές δουλειές κι ήταν κουρασμένη κι έσμιγε τα φρύδια κι άνοιγε ένα στόμα τεράστιο και κουνούσε τα χέρια τα μεγάλα και χτυπιόταν, ναι χτυπιότανε το Ευγενιώ και του λεγε... ΣΑΓΑΠΑΩ, ΣΑΓΑΠΑΩ ΠΟΣΕς ΦΟΡΕς ΘΑ ΣΟΥ ΤΟ ΠΩ... και το μεγάλο ρωτούσε και ξαναρωτούσε για δε το πίστευε το Ευγενιώ
Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Θαυμασιο κειμενο Ρουλα μου!
Το απολαυσα μεχρι το τελευταιο του...
«και» που λενε.
πολλα φιλια
Κατάθλιψη μ' έπιασε Ρουλιώ! Πολύ στεναχωρέθηκα!
Γράφεις πάάάάρα πολύ ωραία!
Καλή σου μέρα :)
Και σαν να χαι και πολλά και Φαραόνα μου:)
Χαίρομαι και που σάρεσε και για τα φιλιά
Καλημέρα στέλνει το ρουλιώ
Έλα βρε Νεραϊδόσκονη όχι και συ...εμείς τι θαπογίνουμε, μετά...εμείς ούλοι από σένα περιμένουμε:)
Καλώς ήρθες στης ρούλας και το κέρασμά σου να πάρεις φεύγοντας να σε γλυκάνουμε που μας γλύκανες
Σνίφ-σνίφφφφφφ!
Ομορφο!πραγματικό...και από αυτά που συμβαίνουν καθημερινά!
Καλό βράδυ Ρουλιώ
Δημοσίευση σχολίου