Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Αρτίν

Αρμένης, άνθρωπος πολύ. Πολύ ψηλός, πολύ χοντρός, πολύ κουβέντα, πολύ ποτό πολύ κάπνισμα, πολύ έκζεμα… στα χέρια,ανάμεσα στα δάχτυλα ευτυχώς υπήρχε ο καπνός τουτουνούμ μπενίμ ίνσαλάχ… ο δικός μου καπνός, δόξα το θεό Οσμάν, του λεγε.
Τραπεζάκι δε χρειαζόταν, ο Αρτίν, είχε την κοιλιά του, εκειά κουμπούσε τα τσιγάρα του. Ένα άναβε κι ένα έσπαζε και με τον καπνό έτριβε τις πληγές απ το έκζεμα ανάμεσα στα δάχτυλά του,ενώ η στάχτη απ ταναμμένο έπεφτε ολούθε, καθώς μιλούσε και τα Καρέλια χοροπηδούσαν, μαζί με την κοιλιά στο ρυθμό του γέλιου του. Έτριβε κι αναστέναζε με ικανοποίηση και το ίνσαλάχ εναλλασόταν επαναληπτικά με το δόξα το θεό…για τον Οσμάν το κανε…για κείνον… μπας κι ένας απ τους δυο θεούς, ακούσει τον πόνο του…πάεσε ο Αρτίν που να τον εβρείς να τον ρωτήσεις.

Πρωί βράδυ στον Οσμάν…τον αγαπούσε, τσάι καπνό και λακιρντί…δε χόρταινε κουβέντα ο Αρτίν. Μα ο Οσμάν έπρεπε να δουλέψει κουγιουμτζής,χρυσοχόος μάστορας , μόνο σαυτόν έστελνε δουλειά ο Μαρντιρός ο αδερφός του Αρτίν, που συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση…κουγιουμτζήδες κι αυτοί εμπόροι…ντιπ χαμπάρι, ούτε από σχέδια, ούτε από χύσιμο στης σουπιάς το κόκκαλο, ούτε από χάραγμα.
Α, ρε Οσμάν…κλέφτης θα γινόταν ο αδερφός μου χωρίς εσένα…σάματις δεν είναι τώρα θα μου πεις και δίκαιο θα χεις…απόλους μας κλέβει κι από σένα κι απ τους μουστερήδες κι απ τους προμηθευτές του… και μαζεύει, μαζεύει…μόνο εμένα έχει να τον κλέβω και τον εκδικούμαι για όλους σας.

Το μόνο λίγο έως καθόλου που χε ο Αρτίν ήταν η δουλειά… ένας σκλάβος στην οικογένεια φτάνει Οσμάν…ποιος τον εφταίει τον Μαρντιρός, αφού δουλεύει για δυο…

Ο Οσμάν σκυμμένος με το λαμπατεράκι του πάνω απ τα δαχτυλίδια, κεφάλι δε σήκωνε, ούτε απαντούσε του Αρτίν…κάνα γιοκ ζαράρ… δεν πειράζει, που και που…και κανά ίνσαλάχ…δόξα το θεό για να συνεχίζει ο Αρτίν το μονόλογό του.
Μόνο όταν του λεγε για τα χέρια του…σαν ψωμάκια είναι ρε ουστά τα χέρια σου…πώς τα καταφέρνεις μαυτά τα εργαλεία τα λεπτά και γράφεις κι όλοκληρα ονόματα στις βέρες…τι να πω… γιασά μπε ουστά, μπράβο σου.. μόνο τότε σήκωνε το κεφάλι ο Οσμάν και γελούσε ευχαριστημένος.

Λίγο πριν το μεσημέρι έπαιρνε τις τελειωμένες παραγγελίες…παράδες μη ζητάς από μένα ουστά, εγώ μόνο χαμόγελα…ο πατρόν, ταφεντικό τα γράφει…γράφε κι εσύ μόνο …είπαμε για…
Ταμάμ Αρτίν, ταμάμ…κονουσούρους…θα τα πούμε ταπόγευμα

Στην ώρα του ο Αρτίν … ταμ έξι, στο σκαμπώ του…ούτε γεια δεν έλεγε του Οσμάν…ήταν ώρα για ταπογεματινό παιχνίδι , με τον Τζίνκο τον ανηψιό του Οσμάν που κάθε απόγεμα πήγαινε στο θείο για κανά θέλημα. Έδινε λοιπόν ο Αρτίν στο Τζίνγκο τις νέες παραγγελίες να τις δώσει στον Οσμάν, εκείνος έσκυβε το κεφάλι κι οι δυο έξω στα σκαμπώ άρχιζαν τον πόλεμο.

Δυο πλαστικά στρατιωτάκια ο καθένας περασμένα σε μπισινέντζα λεπτή, έτοιμα για μάχη. Το σκαμπώ του καθενού ήταν ο πύργος του κι οι πολεμίστρες τανοίγματα απ τα σκαλίσματα, στις τραβέρσες του σκαμπώ. Ο εχθρός έκανε περιπολία ανάμεσα στα δυο πόδια του σκαμπώ κι ήταν υποχρεωμένος να κοιτάει κάτω, μόνο τον πολεμιστή του. Από τανοίγματα στην τραβέρσα, κατέβαινε αργά αργά κι ύπουλα ο μαχητής του πύργου, με στόχο να πέσει πάνω στον εχθρό, που περιπολούσε από κάτω και να τον λιανίσει. Μια ο ένας μια ο άλλος…γέλια μα και ψιλοκλάμματα απ το μικρό, μια που ο Αρτίν ήταν πρώτος στη ζαβολιά.
Κάθε που ο Οσμάν άκουγε το ανηψούδι του να διαμαρτύρεται, σήκωνε το κεφάλι κι έριχνε μια αυστηρή ματιά στον Αρτίν…
Τι τα θες, μωρέ ουστά του λεγε εκείνος τα παιδιά είναι σαν τη δουλειά… δεν είν για όλους μπε ουστά, δεν είν για όλους .

Κάποτε νύχτωνε τελείωνε κι ο Οσμάν κι η μάχη.
Οι εχθροί έδιναν τα χέρια και ραντεβού για την επομένη.
Α, ρε Τζίνγκο, έλεγε ο Αρτίν χαϊδεύοντας του παιδιού το κεφάλι…πολύ καλό παιδί είσαι…μόνο ένα κουσούρι έχεις γιαβρούμ…
Παύση εδώ ο Αρτίν…και μιλούσαν τα χέρια…δείκτης και μέσος, γινόταν πιστόλι για λίγο και μετά ψαλίδι που ανοιγόκλεινε… τρεις φορές.

Μια δυο τρεις το παιδί δεν καταλάβαινε…μα και δε ρώταγε…ντρεπόταν. Όλη η πρώτη χρονιά στο μαγαζί πέρασε με τον Τζίνγκο ναναρωτιέται…ποιο ήταν το κουσούρι του.
Την επόμενη χρονιά προς το τέλος, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, αποφάσισε να τον ρωτήσει.

Κομμένο το χεις μπε Τζενγκιζίμ… τούπε, κομμένο... συμπλήρωσαν δείκτης και μέσος.

Στην τρύπα του, στο υπόγειο εργαστήρι του, τον θυμόταν τον Αρτίν, όταν η στάχτη απ το τσιγάρο του σκορπούσε στην ποδιά του και στον πάγκο του...α ρε Αρτίν αμπί, που σαι... και δε σε ρώτησα...γιατί είναι κουσούρι;

3 σχόλια:

νατασσΆκι είπε...

Ε, αφού του 'βρισκε μόνο ένα, καλά ήταν!!!!
:pp

Καλημερούδια!!!
(ωραίος ο Αρμένης γιά!)
;)))))

Unknown είπε...

τι τρυφερό!
αμόλυντο από φτιασίδια, απαλό.
να κάτσω μέσα στην ιστορία για λίγο;
και μετά φεύγω στην πικρή ζωή...

roula karamitrou είπε...

Ωραίος όντως ο Αρτίν, ζούδι μου γλίτωσε κι απ τα Καρέλια κι απ το έκζεμα...μακάρι να ταν έτσι γιαυτόν

Έτσι Λενιώ βγάζω τα σωθικά μου και τα πλένω...έτσι δεν έλεγες; για λίγο έστω

Καλό βράδυ κορτσούδια