Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Ω… μοντιέ, παρεξήγηση!

Εδώ είμαι, καριόληδες αδακά στο σβέρκο σας τώρα, με το χνώτο μου να μυρίζει φοβισμένη ζωή τώρα και θάνατο καριόληδες σιδερωμένοι…ζωντάνεψα, ξέφυγα απ τη γαμωκαμπύλη σας, εκειά κάτω αριστερά μου πατε είν η θέση σου από γεννησημιού και μύριζε πείνα εκειά κάτω και κλάμμα μωρού που του τάξατε θάνατο, «κανονικής κατανομής», εσείς…και δεν έφτανε η μυρωδιά μας, σε σας, οι πλάτες σας γυρισμένες και να κοιτάτε μπροστά, σίγουρα μπροστά… στη θέση σας και σεις… απέναντι, κάτω και σεις, μα δεξιά, στην καλή μεριά, μες στακριβά σας ταρώματα…πού να μυρίσει η πείνα; Μόνο το κλάμμα των μωρών μας, σας έφτανε κάποτε κάποτε… κι ω μοντιέ, παρεξήγηση… αναφωνούσατε συντεριμμένοι, που σας χαλούσε το τσάι…ω μοντιέ, μωρέ καριόληδες δεν τον ελέτε το θεό που σας ακούει…παρεξήγηση… το δικό σας θεό… σαν τα μούτρα σας, φτιασιδωμένος…παρεξήγηση κι αυτός.
Φοβάστε σεις ρε κουφάλες τις μύγες, φοβάστε ότι θα ναι κάποια στιγμή πιο δυνατές απ τα χέρια σας και δε θα μπορείτε…δύναμη δε θα χετε να τις διώξετε απ τα μούτρα σας και θα παρακαλάτε το θεό να τις πάρει και κείνος θα ναι με τις μύγες…ω μοντιέ…παρεξήγηση,καρνάβαλος…ω μοντιέ…παρεξήγηση, καρνάβαλοι!
Φοβάστε ρε σεις τη ζωή τη φοβάστε…φοβάστε ότι θα χει βαρύνει μια μέρα τόσο πολύ που δε θα την αντέχετε κι ημόνη επιθυμία θα ναι ναπαλλαγείτε …την παρεξήγηση δεν θαντέχετε…παρεξήγηση…δε μπορεί…δε μπορεί αυτή την αθλιότητα να την ονοματίζουμε ζωή, θάνατος είναι … εβδομήντα χρόνια χωρίς ελπίδα είναι πολλά…άνθρωπος χωρίς ελπίδα δε μπορεί, χωρίς ελπίδα για δίκαιο…παρεξήγηση…δεν μπορεί να υπάρχει…νακούει να μιλάει να βλέπει να μυρίζει να αισθάνεται να περιμένει να εξηγήσετε γιατί μπορεί και να έπρεπε να πεθάνει ένα παιδί 15 χρονών…παρεξήγηση πεθαμένοι είμαστε…ζωντανοί νεκροί…μον να πονάει μπορεί, για την παρεξήγηση… και να μην την αντέχει και να μην την ανέχεται
Κρυφτείτε γαμημένοι κρυφτείτε τώρα, σφαλίστε αεροδρόμια, ξενοδοχεία, εστιατόρια, θέατρα…ω μοντιέ…κρυφτείτε σταυτοκίνητα στις βιτρίνες σας στα σπίτια σας, στο βιος σας…δε μπορεί τόσο μοχθήσατε για να το φτίάξετε…δε μπορεί θα βοηθήσει το βιος σας θα βοηθήσει να λυθεί η παρεξήγηση… δε θα σας περιμένω άλλο,το μωρό μου νακούσετε…εδώ μαι τώρα αδακά στο σβέρκο σας πείνα δε θα μυρίζω, φόβο τώρα, το φόβο σας θα ντυθώ και θα τάξω στα δικά σας παιδιά… φοβισμένη ζωή και θάνατο από παρεξήγηση.

Έτσι για ναρθουμε στα ίσα μας…όλοι ζωντανοί νεκροί…όλοι αποκλεισμένοι, εγώ απαπελπισία και σεις από φόβο…κι εβδομήντα χρόνια φοβισμένα είναι πολλά όσο και να σιδερωθείτε…όλοι στη σειρά τώρα, στην απόκλιση απ την ανθρωπιά... όλοι μαζί ναποκλίνουμε αποκλεισμένοι απ τονειρο…δε μπορεί θα το χατε και σεις κάποτε…αλλά μετά παρεξήγηση…το κάνατε δικό σας…βιο σας

Κι όσο για σας εκεια πάνω στα ψηλά που σας βάλανε, στο κέντρο να παριστάνετε το μέσο όρο…καημένοι καταρέετε κι από ψηλά είναι χειρότερα…ω μοντιέ…παρεξήγηση…δε σας ειδοποίησαν ότι μπορεί και να πρεπε να πέσετε…παρεξήγηση… προσοχή μην και χτυπήσετε


ΓΚΝΤΟΥΠ!
Κι έπεσα και σκόρπισα...σαν, αυτό το σαν Δεκέμβρη που λίγο πριν τα σαν Χριστούγεννά του ανέχεται φόνους... σαν, από ανθρώπους...σαν που δεν αποκλίνουν, προστατευμένοι απ το βιος τους...σαν σκόρπια εγώ, σαν αποκλεισμένη, σαν ζωντανή, σαν να κλαίω, σαν να φωνάζω, σαν να καταλαβαίνω, σαν να μυρίζω, σαν να αισθάνομαι πώς δεν υπήρξα ποτέ...εκεί στο βάθρο μου...στο μέσο όρο.