Για τον Κωνσταντίνο που το ζήτησε...πουστοχωρίου συνέχεια
Η σχέση μας, με την εκκλησία χαρακτηριζόταν από το επίρρημα «παραλίγο», τουλάχιστον όσον αφορά την πλευρά του πατρικού σογιού.
Ο προπάππους μας που τον λέγανε Γιάννη, δείγμα ελαφράδας, όπως, για κάποιο μυστήριο λόγο, όλοι παραδέχονταν στο πουστοχώρι,( τι περιμένεις από Γιάννη ήταν η μόνιμη επωδός κάθε μουραμάρας, όποιο να ‘ταν το όνομα αυτού που έκανε την πατατιά) δεν έγινε, παραλίγο, παπάς. Το σόι κληρονόμησε το όνομα και μια σχέση δέους για το σχήμα.
Ο παππούς δεν ενέδωσε στο δίλημμα κι έγινε τσαγκάρης, παγώνοντας για λίγο το πλάνο. Με την εκτέλεσή του, όμως από τους Γερμανούς σε ένα μπλόκο δίπλα από το ξωκλήσι του χωριού επανάφερε τη σχέση δέους, η οποία τώρα έγερνε περισσότερο προς το φόβο και την πίκρα, για τη γιαγιά μας και τα έξι ορφανά της.
«Τι να κάν' κι ο Πανάγαθος, κάθετι αψηλά. Πού να μας δει όλους;» έλεγε, συχνά. Μόνο σε κείνο το «κάθετι» και στο «όλους» της γιαγιάς, μόνο εκεί, έπεφτε, δειλά και μια πρέζα του αμαρτωλού μείγματος, αδικίας και αμφισβήτησης
Τα πολλαπλά συναισθήματα σε σχέση με το θείο και την εκπροσώπησή του επί της γης αναδύθηκαν, ξανά, στον μπαμπά μας. Μεγαλωμένος στα ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης με το σύνθημα πατρίς- θρησκεία- οικογένεια και ελλείψει αυτής, εν προκειμένω, πατρίς- θρησκεία- ΖΩΗ ή ΣΩΤΗΡ ανδρώθηκε στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και ρετάριζε, ελαφρά, στη θέα των θηλυκών.
Ήταν ο αγαπημένος του παππού του, «μπιόκ μο», τον έλεγε, μόνο αυτόν απ’ τα έξι. Ήθελε, το σκεφτόταν να γίνει παπάς.
Μα η Φρειδερίκη είχε άλλα σχέδια για κείνον… η θέση του ήταν στις νέες στρατιές, των πολλών ημιεκπαιδευμένων μαστόρων, φτηνών νεανικών εργατικών χεριών, που αποφοιτούσαν απ’ τα ορφανοτροφεία της, μέσα στις οποίες δεν συγκαταλέγονταν οι παπάδες. Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο… του εμφυλίου, η Φρειδερίκη.
Ο μπαμπάς, όμως, που είχε μάθει πολύ καλά, στο πουστοχώρι, ότι «μαύρο, φίδ' που σε ‘φαγι» είναι η δλειά αν παραιτείσαι, εύκολα σ’ αυτό το ντουνιά, συνέχισε να φλερτάρει με το σχήμα.
Η μάνα του κάπως τον έλεγε τον ντουνιά, αλλά αυτό δεν το θυμότανε… ήταν ακόμα στο χωριό, εκείνη, που να τη βρεις να τη ρωτήσεις. Μόνο οι δυο άντρες της οικογένειας, ο ένας 17 και ο άλλος 15, είχαν κατέβει στην πόλη. Φευγάτοι ο ένας απ’ τα 6 κι ο άλλος από τα 8. Ο τρίτος, ο μικρός, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει, ούτε να τον βοηθήσουν. Δεν ήξεραν, πώς. Ούτε η μάνα. Δεν το κουβέντιαζαν, ποτέ, με κανέναν. Ήταν το μυστικό. Μόνο το πουστοχώρι ήξερε πώς… και του είχε δώσει τον τίτλο του Γιαννούλη, του μικρότερου Γιάννη του χωριού.
Τους έλειπε η μάνα και οι τρεις αδερφάδες. Το μυστικό το ‘χαν μαζί… Έπρεπε βγαίνοντας από το ορφανοτροφείο, να ετοιμάσουν το έδαφος για να κατέβουν και τα γυναικόπαιδα στην πόλη. Να βρουν δουλειά, να νοικιάσουν σπίτι, να μαζέψουν λεφτά… οι αδερφάδες, όλες μεγαλύτερές τους και ελεύθερες, περίμεναν, ακόμα με τα σοσόνια και τις χοντρές κοτσίδες τους, το πουστοχώρι ήταν αμείλικτο με τις ανύπαντρες μεγαλοκοπέλες, έπρεπε να ψάξουν, αλλού, για γαμπρούς… περίμενε και η μάνα… Α, ναι, μωρέ γιαλάν τον έλεγε το ντουνιά η μάνα… Γιαλάν, αλλά τι θα πει… όταν συναντιούνταν, με το καλό θα τη ρωτούσε.
Ο πατέρας αποφοίτησε, ως ημιεκπαιδευμένος ξυλογλύπτης, από το ορφανοτροφείο, αφού με τους συμμαθητές του στην πόλη, ολοκλήρωσαν ένα κομμάτι από την προίκα της Σοφίας, της κόρης της Φρειδερίκης. Το έργο της προίκας είχε τεμαχιστεί… μεγάλο και δύσκολο έργο, η αποπεράτωση της πριγκιπικής προίκας. Η πόλη μας είχε πάρει τα πρόχειρα, μη γίνει και καμιά παπαριά, σαλόνια ( ημιεπίσημο, για τους θνητούς, για τις κυρίες επί των τιμών…) και το βλαχούλ', φασόν τα τριαντάφυλλα.
Όπου τριαντάφυλλο στην προίκα τον φώναζαν «Έλα, Βλάχο, σειρά σου» του λεγε ο αγριοτζόμπανος κάλφας του κι έβαζε τα χέρια του στη μέση του και την ανάσα του στο σβέρκο του πατέρα. Κι ίδρωνε ο πατέρας, σιωπηλά. Και φυσούσε και ξεφυσούσε ο αγριοτζόμπανος.
Στην πιάτσα, από το πελέκημα δεν είχε βγάλει μεροκάματο ο κάλφας. Ευτυχώς, μόνο γι’ αυτόν, βρήκε ένα μέσο, τρύπωσε στο ορφανοτροφείο, μεγάλωνε τα παιδιά του και παίδευε τα ορφανά και τσιράκια του, διασκεδάζοντας το. Μόνο, όταν ερχόταν, ο μάστορας να ελέγξει την πορεία του έργου, ο κάλφας έχανε τα λόγια του, κοκκίνιζε… Ειδικά, όταν έσκυβε και μύριζε τα τριαντάφυλλα του Βλάχου.
Παρασκευή 18 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου