Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

O πατέρας 4

Μπήκε στο μικρό γραφείο, στα νύχια… Η κοπέλα ήταν σκυμμένη στα χαρτιά της και χτυπούσε αριθμούς σε μια αριθμομηχανή που έκανε πολύ θόρυβο. Το χειρότερό του… έπρεπε να δηλώσει παρουσία και να ανοίξει αυτός την κουβέντα, με όσο το δυνατόν, Παναγιά μου , λιγότερο ρετάρισμα.

-Ε,ε… καλή… καλημέρα, προσπάθησε.
-Καλημέρα σας, αποκρίθηκε η κοπέλα, σηκώνοντας το κεφάλι.

…Βάλσαμο η φωνή της. Γλυκιά, με χαμόγελο, εγκάρδια.

-Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
…Να σας, πληθυντικός… εξυπηρετήσω… Μακριά η απόσταση από το ειωθός «Έλα, ρε βλάχο!»

-Να το α… το α… ο κύρ… ο κύρ Ορε… Ορε
-Ο κύριος Ορέστης; Με θέλει κάτι ρώτησε δειλά η κοπέλα.
-Ναι… είπε, ανακουφισμένος ο πατέρας. Ναι, για με…μένα, για τον αμ…αμ…άμβωνα… δείχνοντάς της την πόρτα.
-Δυο λεπτά… να πάω να τον δω. Καθίστε σας παρακαλώ, μη στέκεστε, είπε η κοπέλα, με το ίδιο πλατύ χαμόγελο και σηκώθηκε, αργά από το γραφείο.

Χύθηκε ο πατέρας στην καρέκλα «Όφου, τελείωσε το δύσκολο» σκέφτηκε και ζουμάρισε στο πάτωμα.

Μπλε παπούτσι δετό, αυστηρό με χαμηλό τακούνι…τάκα, τάκα, αξιοπρεπές, αργό σταθερό…φούστα κάτω από το γόνατο, μίντι σκούρη μπλε… και το παχύ της γάμπας πρέπον!
«Γυναίκα με τσάκνα για πόδια να τη φοβάσαι» έλεγε η μάνα. Χαλάρωσε. Σήκωσε το κεφάλι. Η κοπέλα άνοιγε την πόρτα, ντελικάτα…γέρνοντας, ελαφρά το κεφάλι και τον εντυπωσιακό της κότσο.

Φρεγάτα, με τα όλα της…είπε από μέσα του το παπαδάκι και σκέφτηκε τις καντηλανάφτρες.

Γύρισε σε λίγο η φρεγάτα και κάθισε στο γραφείο της.
Μαλλιά, όλα πίσω μαζεμένα, ούτε μια τρίχα στο μέτωπό της, μάτια, χείλια, μεγάλα, μύτη καλοσχηματισμένη, γυαλιά με χρυσό σκελετό…χαμόγελο ίδιο, πλατύ.

-Ο κύριος Ορέστης, μου είπε για τον άμβωνα που θέλετε. Είπε να μην ανησυχείτε για τα χρήματα, θα σας τον δώσει μισοτιμής. Θα σας κάνει και ευκολίες, όσες χρειάζεστε. Ελάτε να υπογράψουμε τα γραμμάτια. Πείτε μου εσείς τι ημερομηνίες θέλετε.

Αχ, φρεγάτα μου, στην καρδιά μου μίλησες… Σαν να του ‘δώσαν τον ουρανό με τ’ άστρα του πατέρα, σ’ αυτό το μαγαζί.
Σηκώθηκε να φύγει. Της έτεινε το χέρι για χειραψία. Μικρό, αφράτο άσπρο, ζεστό χεράκι. Σαν το άσπρο ψωμάκι του φούρνου! Το δικό του σαν της μάνας του, το ζυμωτό…μαύρο, τραχύ, σκληρό, ταλαιπωρημένο και μεγάλο, πολύ μεγάλο, ατελείωτο. Χάθηκε το χέρι της φρεγάτας.
Σαν να είδε και μια ψιλογκριμάτσα στο φεγγαροπρόσωπο της .

«Σιγά, ρε βλάχο, την πόνεσες την κοπέλα. Δεν κλείνεις δουλειά, σε φρεγάτα δίνεις το χέρι σου… ήρεμα» και χαλάρωσε το σφίξιμο.

-Σας ευχαριστώ πολύ για ότι κάνατε για μένα, είπε μονοκοπανιά, χωρίς ίχνος από ρετάρισμα.
- Δεν έκανα τίποτα, σπουδαίο, είπε εκείνη, με χαμόγελο. Όλα να σας έρθουν βολικά, με τη δουλειά σας.
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
-Εε, συγγνώμη… κάνετε και τριαντάφυλλα στο ξύλο; τον σταμάτησε εκείνη, ντροπαλά… Έχω δει σ’ένα περιοδικό.
-Ναι, και μυρίζουν της είπε γελαστά.

Έκλεισε, σιγά την πόρτα, πήγε τσάκωσε αντρίκια το χέρι του αφεντικού κι έφυγε…ΠΕΤΟΥΣΕ!

Έδωσε λόγο στη φρεγάτα και στον πατέρα της έξι μήνες μετά, μόλις τελείωσαν την εκκλησιά. Δώρο δεν της έδωσε δαχτυλίδι, αλλά μια μπιζουτιέρα με τριαντάφυλλα, δικά του, και τ’ όνειρό του. Της το ‘δωσε απλόχερα, με την καρδιά του. Η φρεγάτα, αρνήθηκε να γίνει πρεσβυτέρα και κείνος ήθελε πια να γεμίσει την μπιζουτιέρα της. Και μ’άλλα τριαντάφυλλα. Και να την βλέπει να χαμογελά.

6 σχόλια:

panagiota είπε...

Μια μπιζουτιέρα με τριαντάφυλλα!και τα όνειρά του...
Απο τα καλύτερα δώρα αγάπης!
Ευτυχισμένη η φρεγάτα!

roula karamitrou είπε...

Να σαι καλά Παναγιώτα...θα το πω στο Χρυσουλιώ, τη φρεγάτα που με τα χρόνια, φαίνεται να το ξεχνά

Γουφ είπε...

Mυστήριον!

Πλην όμως ουσιατικό πριεχόμενο μονον στα `Μυστήρια θα βρεις.

roula karamitrou είπε...

Γούφα, καλώς ήρθες, δεν καταλαβαίνω τι σου φάνηκε μυστήριο, μήπως και φανώ χρήσιμη... αλλά σευχαριστώ για την επίσκεψη κι ελπίζω να κεράστηκες, καλό μου:)

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο. Ευχαριστούμε. Καλησπέρα. Καλά είμαι Ρουλάκι, σ'ευχαριστώ πολύ.

roula karamitrou είπε...

Γεια σου, βρε Αντώνη κιανησύχησα:)