Κυριακή 6 Απριλίου 2008

(18)


Με τον σπάνιο αγαπημένο διάδοχο να κάνει τη μία, τη δικιά του δουλειά, στην τρύπα και να έχει αναλάβει πελάτες, οφειλέτες και το μαγείρεμα του επιούσιου, και τη Ρούλα στο τσιμέντο. Ο καθείς εφ’ω ετάχθη σ’ αυτή τη ζωή!

«Όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχει, η δουλειά σας…και ‘σεις», πραγματοποιήθηκε η παλιά ευχή της βασιλομήτωρος. Έτρεχαν και δεν έφταναν και οι δυο, σιωπηλά. Ο καθένας απ’ το πόστο του. Θυμήθηκε η Ρούλα, αυτούς που έβλεπε να τρέχουν από παιδί. «Γι αυτό;» αναρωτήθηκε. Όχι, όχι εκείνοι ήταν… τρέχαν χαρούμενοι, γελαστοί. Δε μπορεί να ‘ταν για την κωλοεφορεία και την τράπεζα.

Σιωπηλοί και θυμωμένοι ‘τρέχαν η πριγκιπέσσα και ο διάδοχος. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους , ο καθένας μόνος. Αναγκαστικά όμως, όσο και να προσπαθούσαν να το αποφύγουν, σκόνταφταν ο ένας πάνω στον άλλο, στην κουζίνα ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ!

Ευλογημένο το προικώο. Δυο πόρτες και δυο τουαλέτες…αλλά μια κουζίνα.

Ήταν οργανωτική και προνοητική η μάνα, ήξερε το δυο πόρτες έχει η ζωή, της το’χε τραγουδήσει δυο τρεις φορές κι ο μπαμπάς μας, ζήτησε δυο πόρτες και δυο τουαλέτες σε κάθε όροφο του παλατιού. Η δεύτερη κουζίνα, όμως της ξέφυγε…ο πατέρας δε μαγείρευε. Πού να φανταστεί ότι θα της πέσει «σαν γαμπρός», τόσο σπάνιος, που όχι μόνο θα του αρέσει να μαγειρεύει, αλλά και θα απαγορεύει στους πάντες να ακουμπάνε τα πράγματά του. ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΤΟΥ!

Η γιαλαντζί, όλη τη βδομάδα, έφευγε το πρωί και γυρνούσε, γύρω στις οχτώ, γκρι από το τσιμέντο. Ήθελε, να φάει και να κοιμηθεί, μόνο. Τσιμέντο, μαμ, κακά και νάνι ήταν ο τίτλος της χρονιάς εκείνης… ξεχωριστό κεφάλαιο, στη ζωής της.

Ο Σπάνιος ανέβαινε απ’ τη δικιά του τρύπα, κατά τις έξι, έτσι ώστε να προλάβει να μαγειρέψει τον επιούσιο εν ηρεμία, να φάει και στις οχτώ που θα επέστρεφε το γκρι τέρας να είναι ήδη στην αγκαλιά του Μορφέα, στο αγαπημένο του καναπεδάκι, στο σαλόνι, συντροφιά με το 4Ε, το TV 100 ή τις πάσης φύσεως εκπομπές τηλεμάρκετινγκ ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ!

Με το που έμπαινε η Ρούλα από τη δικιά της πόρτα και αντάμωνε το σύνηθες ηχητικό σκηνικό να την αρπάζει απ’ το λαιμό απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού, ξανάκλεινε την πόρτα, ενστικτωδώς. ΟΠΙΣΘΕΝ!

Κοιτούσε, τότε, η Ζαχάρω, ενστικτωδώς κι αυτή, προς τα πάνω. ΜΑΜΑ, ΜΑΜΑ ΜΟΥ! Με την πρώτη λάμψη, όμως του βασιλικού στέμματος και του σκήπτρου έμπαινε στο προικώο ελπίζοντας στον από μηχανής θεό…θα φαινόταν κάποια στιγμή. Ήταν σίγουρη.

Πήγαινε, κατ’ ευθείαν στο σαλόνι με το μπουφάν και την τσάντα στο χέρι. Έκλεινε την τηλεόραση, του ‘ριχνε μια υποτιμητική ματιά κι έκλεινε και την πόρτα του σαλονιού…και της κουζίνας. Το προικώο ήταν όλο μια πόρτα…με διαρρύθμιση τρένου. Ο καθείς στην κλινάμαξά του…Από το σαλόνι του διαδόχου, έως τα ιδιαίτερα της πριγκιπέσας μεσολαβούσαν τέσσερεις πόρτες και ένας αρκετά μακρύς, στενός διάδρομος.

Όλη τη βδομάδα το τρένο τους ταξίδευε, με ασφάλεια, χωρίς κακά συναπαντήματα.
Τα Σαβατοκύριακά, όμως…φουλ του εκτροχιασμού!

Απ΄το μεσημέρι και μετά.

Το πρωί, ο διάδοχος ήταν στην υπόγα και η πριγκιπέσα σε βαθύ ύπνο, προσπαθώντας να ανανήψει. Το μεσημέρι ανέβαινε για να μαγειρέψει. Στο φουλ όλα! Φώτα, τηλεόραση, απορροφητήρας, ραδιόφωνο και… πόρτες παράθυρα, ορθάνοιχτα. Η πριγκιπέσα ήθελε σκοτάδια, ζέστη και ησυχία κι ο διάδοχος φως, κρύο και φασαρία… Absolutely compatible, φτου σας να μην σας ματιάξω!

Η Ρούλα χωνόταν στο γραφείο, έβαζε μουσική και έπαιζε ΖΟΥΜΑ, ένα ηλεκτρονικό στον υπολογιστή, η μόνη όαση, εκείνης της χρονιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: