Κυριακή 6 Απριλίου 2008

(17)


Όλα τα παλιά τιμήματα, ζητούσαν πληρωμή, εκείνο το φθινόπωρο.

Κι όπου χαρά η Βασίλω πρώτη…έσκασε, που να μην έσωνε και η κωλοεφορεία. Δέκα χιλιάρικα, όχι παλιά, καινούρια λεφτά. Το κράτος βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Έπρεπε όλοι να συνδράμουν, όσο μπορούσε ο καθένας. Κι αυτοί οι δυο μπορούσαν. Μπορούσαν απ’ τα τριάντα χιλιάρικα που ‘βγάλαν με τα νύχια όλη τη χρονιά να δώσουν τα δέκα. Είχαν πάρει και αυτοκίνητο, καινούριο! Με μια μικρή προκαταβολή και 48 άτοκες, γαμημένες δόσεις. Μπορούσαν. Μέναν, βέβαια σε ενοίκιο, ένα χουρντά αυτοκίνητο είχαν πριν, αλλά παιδιά σκυλιά δεν είχαν.

Μπορούσαν.

Πιάστηκαν σαν τους μαλάκες τα πιτσουνάκια. Τερτίπια λογιστικά δεν ήξεραν, φαινόταν όλα τα έσοδά τους να είναι της Ρούλας, ένεκα του, μόνο, συνταγματικά κατοχυρωμένου σεβασμού «στο πιστεύω» του κάθε πολίτη αυτής της κωλοχώρας, που μας γέννησε. Τα γάμησε, ακόμα μια φορά, η Ελλάδα τα παιδιά της, ομόθρησκα και αλλόθρησκα. Δις…δεκά εκείνο το φθινόπωρο και οχτώ το επόμενο, σε περίπτωση που δεν το νιώσατε, δεν το χαρήκατε, παιδιά μου!

Μες στη ζαλούρα η Ρούλα έκανε το προικώο άνω κάτω, ένα Σαββατοκύριακο, έτσι για να ταιριάζει με το κεφάλι της…και βρήκε τις γαλότσες της και το γκασμά της.

Έπιασε δουλειές…δυο δικές της και μια βοηθητική στο Σπάνιο διάδοχο. Ολημερίς και ολονυχτίς γκασμάς, ατελείωτος.

Χάθηκε απ’ τα φιλολογικά απογεύματα του beaute κι απ’ τη γιάφκα κι απ’ όλους. Γιαπί και πάλι γιαπί, μαζί οι δυο τους…Σχεδόν μαζί…

Δεν υπάρχουν σχόλια: