Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

(19)


…Μέχρι που αριβάρισε το στερνοπούλι, από το glamorous fashion city .
Αγνώριστη, με το μπεζ, καμηλό, κοντό, σταυρωτό της σακάκι με το ιδιαίτερο λουλούδι στο ένα του πέτο, την αεράτη καρώ, μπεζ- λαδί σκοτσέζικη φουστίτσα της και τις ασορτί, σουέτ, ψηλοτάκουνες μπότες της..

Είχε να τη δει και καιρό η Ρούλα, την έχασε στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου. Είχε πάει μόνη της να την πάρει, ήξερε ότι δε θα συγκρατιόταν καμιά από τις τρεις. Ούτε η Ζαχάρω, ούτε η Ζαχαρούλα, ούτε η Ρούλα. Και για κείνες και για το στερνοπούλι. Δεν ήθελε τον Σπάνιο στα πόδια τους.

Το είδε, το στερνοπούλι, όταν είχε φτάσει κοντά με το καρότσι της, γεμάτο δώρα…με την αγάπη της, καλά φυλαγμένη στις βαλίτσες της…και μια ενήλικη λύπη … Αχ, μια λύπη που δεν έχεις φανταστεί.

Το’ βρεξε το πάτωμα του αεροδρομίου, η Ρούλα. Το γέμισε σημάδια, αρμυρά και ζεστά. Την αγροικοίταξαν οι κυρίες με τις μπλε ποδιές. Μόλις είχαν σφουγγαρίσει…
Σημασία η Ρούλα, δεν το άφησε να αναπνεύσει το καμάρι και του λέρωσε και το μπεζ, μαλακό του, σακάκι.

«Ε, ε, beautiful,έμορφαα…» της είπε το στερνοπούλι. «Θα μας περάσουνε για ζεύγος, μόλις αφίχθη και η πτήση από τη Λέσβο. Άσε να κάνουμε και τίποτα στο σπίτι».
Στα ίσα της η πριγκιπέσσα, μετά το διαφορετικό χιούμορ του παιδιού, που μόλις, προ εξαμήνου, το’χαμε υποδεχτεί στον, ανατριχιαστικά πραγματικό, κόσμο των ενηλίκων.

Μεγάλωσε, το καμάρι τους, σε μια νύχτα μέσα. Τη νύχτα των παγωμένων στυλών άλατος και της γαμημένης της τεχνολογίας που μας απελευθερώνει, δίνοντάς μας άπειρες επιλογές.

ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΟΥΜΕ, από μακριά και με ασφάλεια.
Με τα μικρά μας εύχρηστα τηλεφωνάκια, χωρίς να βλέπουμε το σάστισμα, την παγωμάρα, αλλά και με μηνυματάκια, προκάτ, καλά σχεδιασμένα, φοβισμένα αφού... Δεν αντέχουμε ούτε ν ’ακούσουμε το τρέμουλο της φωνής, τα λόγια που χάνονται, ούτε να μυρίσουμε τον πόνο και τον ιδρώτα της αγωνίας και της απέραντης λύπης για την απώλεια, ούτε να δούμε το δάκρυ.

ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ και να πούμε, όσα φοβηθήκαμε και τα λοιπά, που τα ‘παμε ένα θαρραλέο βράδυ, γεμάτοι από απόφαση και αλκοόλ να τα ξεχάσουμε, στη μνήμη του μικρού μας alter ego, τυχαία να αιωρούνται, να εννοηθούν και ν’αφήσουν μετέωρους τους αγαπημένους μας, που ήξεραν ότι η αλήθεια πονάει, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν, πόσο!

Ήταν υποψιασμένη από χρόνια η μικρή και τελευταία μυημένη στη νέα, διαφορετική επικοινωνία. Την ήξερε, την έπαιζε στα δάχτυλα…μα εκείνη τη νύχτα δεν την άντεξε.

Και πήρε τρένα και γιοφύρια και λίμνες…και πήρε τα βουνά.
Και πήρε και τη Ρούλα και επικοινώνησε, όπως παλιά παραδοσιακά. Αφέθηκε, χύθηκε. Με κείνη την ειλικρίνεια του απογυμνωμένου… Δεν είχε, τίποτα, άλλο να χάσει.

Βαρέθηκε να προσποιείται το καμάρι μου. Δεν ήθελε να κρύψει τίποτα, δε μπορούσε. Άφησε τη Ρούλα να τα δει και να τα ακούσει και να τα μυρίσει, όλα. Και την αγωνία και τη λύπη και τον πόνο και την απογοήτευση. Και το τεράστιο γιατί, για την απώλεια και τη βαρβαρότητα του πολιτισμένου της σερβιρίσματος.

Και ‘κλάψαν πολύ για ώρα οι δυο τους, μαζί.

Και με τη Ρούλα να κρατάει σφιχτά, να χαϊδεύει και να σκουπίζει, με αγωνία, το παραδοσιακό, παλιό αγαπημένο, σταθερό της τηλέφωνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: