Τρίτη 1 Απριλίου 2008

(11)


Άκουγαν καλύτερα, τώρα, σίγουρα, μέχρι το απόγευμα. Τα προβλήματα όρασης, όμως δεν φαίνονταν διαθέσιμα να υποχωρήσουν.

Το τοπίο παρέμενε θολό. Και γινόταν και βουβό τα βράδια στο σπίτι με τον Σπάνιο Διάδοχο. Η Ρούλα, αν και «πολιτικώς ορθή» με τις ειδικές ανάγκες, δεν τις άντεχε στην πόρτα της. Ειδικά, αυτές, τις άρτι συνειδητοποιημένες, αισθητηριακές. Έπρεπε κάτι να κάνει. Να τις αντιμετωπίσει. Έστω και με ιατρική παρακολούθηση. Με φαρμακευτική αγωγή, βρε αδερφέ.

Είπε να πάει στη γιάφκα να τους ρωτήσει. Το μετάνιωσε. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη με το νέο παιχνίδι, μόλις είχε κάνει και το πρώτο της μανικιούρ…διάφανο, μόνο να γυαλίζει το νύχι, μην πέσουμε και στην υπερβολή…Όχι, δε θα πήγαινε. Φοβόταν μην καταλάβουν… μην τις ξεφύγει τίποτα, για το νέο παιχνίδι. Δεν ήθελε να μιλήσει, ακόμα. Οι κανόνες της γιάφκας ήταν αυστηροί και αδιαπραγμάτευτοι. Θα το κρατούσε μυστικό, με τα κορίτσια.

Μια μέρα που δεν άκουγε, τίποτα απ’ το τιτίβισμά τους και σχεδόν δεν τα ‘βλεπε τα κορίτσια στο καφέ του σχολείου, αποφάσισε να ρωτήσει.
«Κανά γιατρό, βρε κορίτσια; Κανά γιατρό, γνωστό; Καλό, με δυο ειδικότητες και για γκαβούς και για κφούς, που λέει κι ο μπαμπάς μου. Σας χάνω. Μήτε σας βλέπω, μήτε σας ακούω», είπε σαν το Βασιλάκη Καϊλα η Ρούλα.

Γέλασαν τα κορίτσια. Ξεθόλωσε, λίγο το τοπίο. Μαγικό χάπι το χουμόρ!
Σοβάρεψε, ξανά η Ρούλα. «Κορίτσια, αλήθεια, ένα γιατρό, γιατί χανόμαστε.».

Βρέθηκε γιατρός, σοβαρός σπουδαγμένος στα εξωτερικά και με τις δυο ειδικότητες, με περγαμηνές…πανάκριβος.

«Ογδόντα ευρώ την επίσκεψη;» Παραλίγο να καταπιεί τη γλώσσα της η Ρούλα.
Τον είχε το Σκρουτζ, μέσα της η Ρούλα. Κληρονομιά από τη βασίλισσα, μαζί με την πίεση και το θυρεοειδή. Το παλάτι βρισκόταν, μονίμως στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης. Ένα βήμα πριν τη φτώχεια. Της το ‘λεγε η βασίλισσα, από παιδί. Στα μικρά στον, κατά δυόμισι χρόνια μικρότερο, έττερο πρίγκιπα και στο στερνοπούλι, δε φαινόταν να λέει, πολλά η βασίλισσα. Μικρά ήταν μη τα κοροϊδεύουν για τη φτώχεια τους. Η μεγάλη, όμως έπρεπε να ξέρει. Την πίστευε τη βασίλισσα, η Ρούλα, και τη φοβόταν τη φτώχεια, όπως ακριβώς κι αυτή.

Κι όσο η Ρούλα φοβόταν και πίστευε τη βασίλισσα κι όχι τον Σπάνιο, αγαπημένο της διάδοχο, τόσο, αυτός έκαιγε το πάπλωμα, παριστάνοντας τον αδιάφορο.


2 σχόλια:

An-Lu είπε...

Λεμοναδίτσα και γλυκό του κουταλιού θα πάρω, μερσί!
Μην σας βάλω και στα έξοδα ;-)

roula karamitrou είπε...

Παρακαλώ,an-lu ότι τραβάει η όρεξή σου, καλό μου :)