Στάχτη και μπούρμπερη το όνειρο σαν τη μικρή Ζαχάρω, στάχτη και μπούρμπερη το όνειρο όλων των ενηλίκων.
Της γιαλαντζί πριγκίπισσας, του αγαπημένου της γιαλαντζί διαδόχου, των εφηβικών σωματοφυλάκων, της βασίλισσας της αγκιστρωμένης, μόνη πια στις πολεμίστρες, ακόμα και του ιππότη.
«Σήμερα το ‘ σπασες το χέρι;» τη ρώτησε με ειρωνικό χαμόγελο στο δείπνο, που του παρέθεσε η πριγκιπέσσα στην πόλη της, τρεις μέρες, αφού έβγαλε το γύψο. Άφωνη η Ρούλα, με την ερώτηση.
Κι όταν προσπάθησε ζαλισμένη να του εξηγήσει, πως το είχε σπάσει μια μέρα πριν, ο Γενικός παραιτηθεί για λόγους υγείας, ότι είχαν περάσει ένα μήνα παρέα και την ώρα που της έστειλε το μήνυμά για την απρόσμενη άφιξή του στην πόλη, εκείνη έβαζε το ξυπνητήρι για το ραντεβού με το γιατρό την επομένη… για την απελευθέρωση…αυτός κούνησε το κεφάλι, ξαναχαμογέλασε, ιπποτικά και συγκεντρώθηκε στο αθωνικό τυρί του .
Η Ρούλα κατάπιε το κρασί και τη τζούρα της σε μια προσπάθεια να τιθασεύσει το στόμα της. Να το κλείσει επιτέλους.
Μάταιο το εγχείρημα!
«Είναι απίστευτο!» του είπε. «Δεν πιστεύεις ότι έσπασα το χέρι μου. Νομίζεις, πως σου λέω ψέματα»
«Συ είπας!» της απάντησε, πανηγυρικά, με το χαμόγελο του θριαμβευτή.
«Ναι εγώ το είπα, γιατί εσύ φοβάσαι να το πεις. Αλλά φαίνεται, Παναγιώτη. Το βλέπω.»
« Ε, είπα σκαρφίστηκες, ακόμα μια δικαιολογία, μαζί με τις πολλές προηγούμενες, που μου έχεις πει για να με αποφύγεις τις τρεις αυτές φορές, που ήρθα να σε βρω στην πατρίδα.»
Περίμενε την επίθεση η Ρούλα. Δεν το είχε κρύψει ο ιππότης, ήδη από το μεταμεσονύχτιο μήνυμά του, που ανήγγειλε την άφιξή του στην πόλη, τρεις μέρες πριν.
«Μόλις, έφτασα στην πόλη σου. Εσύ, είμαι σίγουρος ότι θα λείπεις. Απλά σε χαιρετώ.».
Απάντησε, αγχωμένη η Ρούλα, ασκαρδαμηκτί. «Θα τα πούμε αύριο».
«Θα μείνω για πολύ λίγο εδώ», την έλουσε ψυχρά, ο άσπρος σίφουνας.
Πήρε το τηλέφωνο ο πιστολάς. «Να΄ναι ευλογημένο, Ser John», δάγκωσε με αξιοπρέπεια.
Τρεις μέρες, μην τον είδατε τον Παναή. Επικοινώνησε, πάνω σε τρία, ευτυχώς όχι τέρμηνα, ούτε χρόνια. Σε τρεις μέρες. Τον κάλεσε σε δείπνο η Ρούλα, στο ίδιο μαγαζί που τον είχε καλέσει και πριν έξι μήνες και δε φάνηκε.
Την περίμενε την επίθεση, αλλά τόσο άδικη, γερολαδάδικη, σαν του Αρτέμη Μάτσα, Θεός σχωρές τον, δεν την φανταζόταν.
«Δυο λεπτά, με συχγωρείς να πάω στην τουαλέτα» του είπε.
Το μέρος έσωνε την κατάσταση, όσο ήταν δυνατόν, σε αυτές τις περιπτώσεις.
«Σκατά τα κάναμε! Πού’ναι τ’ όνειρο; Τι μου το ‘κανες τ’ όνειρο μου, ρε Παναγιώτη;»
Τίποτα απ’ αυτά που είπα δεν ήταν ψέμματα, ούτε δικαιολογίες. Προσπάθεια αυτοπροστασίας ήντουνε απ΄τον άσπρο σίφουνα που ήρθε να τα σαρώσει όλα. Να τα πάρει όλα ο πατριώτης απ’ το πουθενά και χορτάτος να ξαναπετάξει, πίσω, στο πουθενά και να αφήσει την πριγκιπέσσα, σαν τότε να φωνάζει «Περιμέντετε, καλέ, περιμέντετε».
Και μαζί με τις δικαιολογίες και τα ψέματα, κατά σε, σκαρφίστηκα και κάθε είδους σαχλαμάρα, κάνοντας απεγνωσμένες, φλύαρες προσπάθειες για να σε προσεγγίσω. Μέχρι και τον Άνθιμο και το μακαριστό αρχιεπίσκοπο ενέπλεξα τελευταία, σε μια προσπάθεια να σε ακούσω.
Αλλά, εσύ, βράχος στο θρόνο σου, λακωνικός, σοβαρός ενήλικος. Ούτε δικαιολογίες, ούτε ψέμματα, ούτε σαχλαμάρες. Αφοπλιστικά, ψυχρά, ενήλικος και γαμημένα ειλικρινής, με το ιπποτικό φυλαχτό και τη βέρα σου, στο λαιμό…»
Επέμεινε ιπποτικά, μέχρι τέλους να πληρώσει το λογαριασμό.
«Δε θέλω τα γαμημένα τα λεφτά σου», πήγε να πει ο πιστολάς, θυμούμενος τη Ζαχάρω να ζητάει χάδια από τη μάνα κι αυτή να την ταϊζει. Η Ρούλα τη συγκράτησε, κατανοητικά, σαν μάνα προς κόρη. Κι αυτή ζητούσε χάδια από το Σπάνιο και ‘κεινος την τάιζε.
Δε θέλω να με κερνάς Παναγιώτη, θέλω να με τρατάρεις, όπως οι παλιοί οικοδεσπότες, με χαμόγελο, φιλόξενα και απλόχερα.
Άστο, δεν έχει νόημα και θα ξαναπονέσει. Εξάλλου, ότι και να πεις, δε θα το πιστέψει».
Σιώπησε η Ρούλα σε όλη την ποδαράτη διαδρομή, ως το ιπποτικό ξενοδοχείο.
Εκεί, κάπου στο τέλος της διαδρομής, κοντά στην πλατεία τον ρώτησε, αν ακούει ραδιόφωνο, εκεί μακριά. Άσχετο, ακούστηκε…
«Γιατί κάνεις, κάπου πρόγραμμα;» απάντησε σε μια προσπάθεια χοντρού, της πατρίδας χιούμορ.
«Όχι, ακόμα» είπε η Ρούλα…
Δεν του ΄πε ότι τον ρώτησε για να δει αν ακούνε, έστω τον ίδιο σταθμό, τα ίδια τραγούδια, αυτά που άκουγε η γιαλαντζί πριγκίπισσα, όλους αυτούς τους μήνες, κλαίγοντας για τη μισή ζωή, που ζούσε και για τη δεύτερη που δεν έχει.
Τις φύλαξε τις ερωτήσεις και τα τραγούδια της και το όνειρο. Σαν το στερνοπούλι, παθιασμένα.
Ήταν αυθεντικές κόρες της πατρίδας, οι δυο τους. Δεν ήταν, καθόλου, από το πουθενά. Αυθεντικές κόρες μιας πατρίδας κι ενός λαού, που δεν έχει, ακόμα, αποφασίσει να θυμώσει με συνέπεια. Ίσως γιατί, έχει μάθει να συμπονάει κι όχι να πονάει. Ή ίσως γιατί φοβάται να θυμώσει. Γιατί, δεν ξέρει να θυμώνει και να μένει. Και γι’αυτό παραχώνει και εκδικείται.
5 σχόλια:
Τις ευχαριστιες μου αξιοτιμη.Εθλιβην με το σταχτη και μπουρμπερη.Γιατι τσιονι μου.
ναι.
ναι.
Στάχτη και μπούρμπερη δεν έγινε, Κωνσταντίνε η Ζαχάρω;
Σε μελετω Χαρουλα.Αργα το βραδυ παντα.Τοτε που ολοι μας ειμαστε ευαλλωτοι.Ψυχοθεραπεια μεταμεσονυκτια
Δημοσίευση σχολίου