Τι μπλέκεσαι, βρε Ρουλιώ...την ξέχασες την ωραιοζίλη;
Μια χαρά δεν ήσουν, μονάχη;
Έφτασε στην εκκλησιά. Ο μάστοράς του δεν ήταν ακόμα εκεί. Έκοψε, με σιγουριά, το σχέδιο, ψάλλοντας το «Γλυκύ μου Έαρ», στη σέγα, που είχαν μεταφέρει από το εργαστήριο στο υπόγειο της εκκλησιάς. Την ήξερε τη σέγα, δεν έκοβε, της τραγουδούσε και χόρευε μαζί της. Άφησε τα ξύλα δίπλα στο «αμαρτωλό προσκυνητάρι» του πρόναου και πήγε να τελειώσει τα νύχια των αετών της αριστερής πόρτας.
…Του χτύπησε την πλάτη ελαφρά. Γύρισε, ανήσυχος. Του έδωσε το χέρι. « Μπράβο, παιδί μου. Είμαι περήφανος που είσαι μαθητής μου. Σ ευχαριστώ. Άσε, τώρα τα νύχια και πήγαινε να ψηλώσεις και τ’ άλλα τα αναθεματισμένα. Μετά, σχεδίασε και σκάλισε τον άμβωνα. Θα τελειώσω, εγώ τις πόρτες»
Έφυγε τρέχοντας, για το μαστρο- Βαγγέλη. Έπρεπε να του πει και για τον άμβωνα. Την πρώτη δική του δουλειά.
…« Τι να πω; Να ναι ευλογημένο» είπε, απότομα, του μαστρο Βαγγέλη, αφού προσπάθησε για πολύ ώρα να του εξηγήσει ότι γινόταν ο άμβωνας που είχε στο κεφάλι του.
Στην αρχή σκιτσάρησε, γρήγορα στα Καρέλια του μάστορα. Χαμπάρι, εκείνος. Μετά, άνοιξε το ρολό το χαρτί, πάνω στον πάγκο. Είχε τα μέτρα. Άρχισε να σχεδιάζει σε φυσικό μέγεθος και να εξηγεί υπομονετικά, κομμάτι, κομμάτι. Ο μάστορας άρχισε να αντιδράει… αλαφιασμένος. Δεν γίνονται αυτά, βρε βλάχο. Γιοκ το ένα δεν ταιριάζει, γιοκ το άλλο δε χωράει… τον έσκασε τον πατέρα. Μάζεψε το ρολό και τα νεύρα του, ο πατέρας κι έφυγε. «Μαστρο Βαγγέλη, τις ποδιές φτιάξε. Δεκάποντες. Το Σαββάτο…» του φώναξε από την πόρτα.
Έφτασε στο σπίτι. «Μάνα το καλό μου το κουστούμι» φώναξε μπαίνοντας στην αυλή.
Οι κυρίες έπλεναν, στη σκάφη. Η καινούρια οικογενειακή εστία φιλοξενούσε πολλούς ενοίκους στη μεγάλη, προστατευμένη από ψηλούς μαντρότοιχους, αυλή. Τρεις κάμαρες με κουζινάκι στο ισόγειο και άλλες τρεις επάνω με ένα κοινό μπάνιο σε κάθε όροφο. Δίπλα τους επάνω, δυο άτεκνα ζευγάρια και κάτω ο φοιτητής με τις κυρίες.
«Καλημέρα» είπε με κατεβασμένο το κεφάλι ο πατέρας.
«Μπα, τι καλό έπαθες, βρε παπαδάκι και μας χαιρετάς; Ακούω πως ζητάς και το καλό σου κουστούμι. Φαίνεται το λέει η τσέπη σου! Έχεις πολλά, βρε όμορφε, ξανθέ και δε μας το λες; Ραντεβουδάκι, ραντεβουδάκι, πρωϊνιάτικα; Σιγά μη σ’ ακούσουν οι αδερφάδες σου, οι μορφονιές» είπαν οι κυρίες γελώντας δυνατά.
Ο πατέρας είχε φτάσει ήδη στο πλατύσκαλο του πρώτου. Τι την ήθελε την καλημέρα;
«Σταματήστε, βρε γκιόσες, που κακό χρόνο να ‘χετε» τον υποστήριξε η μάνα απ’ το πλατύσκαλο.
«Σταμάτα και συ, ρε μάνα. Τι θες καβγά πρωί, πρωί;»
«Μα δεν τις ακούς τις παστρικιές. Μια καλημέρα τους είπες η γλώσσα τους ροδάνι… και τα χάχανα… Πού μπλέξαμε;»
Έκανε πως δεν άκουσε το «πού μπλέξαμε;» Και κείνος ντρεπόταν για την αυλή τους. Στα κατηχητικά δεν ήξερε, κανένας που μένανε. Μόνο ο Παναγιώτης ήξερε και του είχε υποσχεθεί πως δε θα ‘λεγε τίποτα στους γονείς του. Τον έπαιρναν για φαγητό πότε, πότε τις Κυριακές, μετά την εκκλησία. Θα έφευγαν, σίγουρα μια μέρα από κει. Ήταν προσωρινή λύση η αυλή. « Θε μου, βόηθα μας και σχώρα μας»
«Έγινε, τίποτα παιδάκι μου στη δουλειά;» ρώτησε η μάνα ανήσυχη.
«Όχι, ρε μάνα. Έχω να πάω σε ένα συνεργάτη. Ετοίμασε το κουστούμι μου και βιάζομαι.»
Όση ώρα η μάνα φρεσκάριζε το κουστούμι και το άσπρο πουκάμισο εκείνος τελείωσε το σχέδιο της πλαϊνής όψης του άμβωνα. Δεν τον δυσκόλεψε, τόσο, όσο το χτεσινό. Άμβωνες είχε δει πολλούς, τους είχε στο κεφάλι του. «Αμαρτωλό» προσκυνητάρι δεν είχε ματασυναντήσει. Έπρεπε να φανταστεί, να δημιουργήσει τη δεκάποντη «ποδιά» που θα του πήγαινε.
Ξυρίστηκε, ντύθηκε, πήρε το ρολό με το σχέδιο και το μέτρο του στην τσέπη. Θα τους προλάβαινε ίσα, ίσα στο κλείσιμο που δε θα ‘χαν και πολύ δουλειά. Θα μπορούσαν να κουβεντιάσουν, άνετα για τον άμβωνα.
Έφτασε. Το αφεντικό ήταν εκεί. Πρώτος έμπαινε στο μαγαζί, τελευταίος έβγαινε. Μεγάλη επιχείρηση. Με έκθεση τεράστια. Σαλόνια, τραπεζαρίες, κρεβατοκάμαρες, τμήμα με εκκλησιαστικά. Εργαστήρια οργανωμένα. Λογιστήριο. Άξιος άνθρωπος. Ευγενικός και δουλευτής.
«Καλώς τονε» είπε το αφεντικό. «Τι κάνει ο φίλτατος μάστοράς σου;»
«Παλεύει με την εκκλησιά»
«Είμαι σίγουρος ότι θα την κάνει καινούρια. Κούκλα μοναχή. Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει από τα μέρη μας, καλόπαιδο;»
Του εξήγησε για τον άμβωνα. Του έδειξε το σχέδιο. Τον ρώτησε λεπτομέρειες. Με ζήλο και με θέρμη.
«Δικιά σου είναι η δουλειά, έτσι δεν είναι;»
« Η πρώτη» είπε ο πατέρας.
«Μην ανησυχείς. Σε μια βδομάδα θα είναι έτοιμος και ζηλευτός. Για τα χέρια σου. Πήγαινε, τώρα στο λογιστήριο, πες την κοπέλα στο γραφείο να έρθει να με βρει και περίμενέ την, να σου πει τις λεπτομέρειες.»
Κυριακή 20 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
59 σχόλια:
Βρηκα αδερφη ψυχη,που καταλαβαινει την τεχνολογια τοσο καλα οπως και εγω.Καλημεριζω.
καλό βράδυ, τώρα πια. Χαίρομαι που ακούω ότι σε παιδεύει το ίδιο...με την καλή έννοια:)
Λυσε με μπρε αποριαν μιαν.ΤΙ ειναι η ωραιοζιλη.
Και αν καταφερες να δαμασεις το γιουτουμπι να σε προτεινω μερικους τιτλοι
Θέλει χρόνο η ωραιοζίλη, Κωνσταντίνε. Για πες τους τίτλους;
Απο Αλεξιου,Χαρουλα.Ο αμανες της καληνυχτας.Μητερα φιλη μου παλια.Ερωτικο.ΑΡΕΤΗ ΚΕΤΙΜΕ.Νανουρισμα.KUSTURICA.Ederlezi.Δεν τελειωσαμε.
ΜΑΡΙΝΕΛΑ ΧΑΤΖΗΣ.Μια χαμενη Κυριακη.ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ.Καλοκαιρι.ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ.Η σωτηρια της ψυχης.PEGGY LEE,Feaver.CHEB KHALED.Aicha
Το τελευταίο είναι αυτό που έγραψε για την κόρη του;
TACY CHAPMAN.Give one reason.ENIO MORRICONE.Once upon a time in America.ΠΕΤΡΟΛΟΥΚΑΣ ΧΑΛΚΙΑΣ.Σκαρος.B.B.KING BILLIE HOLIDAY.Stormy blues.ARETHA FRANKLIN.Unforgettable.ΑΛΕΞΙΟΥ.Αμαν αμαν.
Και τωρα πλερωνε.Την ωραιοζιλη παρακαλω.
Αλήθεια γράφεται με ι ή με η το ζι
B.B.KING ERIC CLAPTON.Come rain or come shine.ΑΛΕΞΙΟΥ.Χειμωνας.LANDON SPRANDLIN.No more blue mondays.
ΧΑ.Χαιρωμαι που χαλαρωσες.Που να το ξερω τσιονι το ζι που δεν ξερω τα αλλα ο μαυρος.
Γιατί δε μου απαντάς δάσκαλε;)
Άκουσα την αϊσα και το fever...μέχρις εδώ πάμε πολύ καλά και προχωρώ προς τα πάνω...εντωμεταξύ σημειώνω...δε σε προλαβαίνω, Κωνσταντίνε
Διορθωνω Χαρουλα.TRACY CHAPMAN.Give one reason.Το πληκτρολογιο ειναι οργανο βασανιστηριων που ξεμεινε απο τον μεσαιωνα.
Και γιατι εισουνα μια χαρα μοναχη, και τωρα που εισαι δυο δεν εισαι καλα.
Την ξέρω την Tracy, ακούγεται καλό κορίτσι...κι αυτός ο στίχος η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, ωραίος...πια ΄το τραγουδάει, βρε Κωνσταντή;
Δεκαδυό είμαι Κωνσταντή...αν ήμην δυο θα το κατάφερνα
Η Πρωτοψαλτη.Και ποια ειναι η Μιχαλου παρακαλω.Με αφηνεις στο σκοτος Χαρουλα.
Σ'αυτήν αν δε χρωστάς δε τη μαθαίνεις, βδε Κωνσταντή.
Εγώ έβαλα κι ένα ποοολύ αμερικάνικο βισκι. Εσύ; Να τρατάρω μυρωδιά ή θα βάλεις;
Να βραζω στο ζουμι μου σαν τον καβουρα.ΟΧΙ...ΟΧΙ δεν σε πιεζω
ΟΙΝΟΝ ΕΡΥΘΡΟΝ ΚΑΤΑΞΕΡΟΝ.
Όι, όι βδε μη βδάσεις, μον πες...πας όντως πλάι πλάι... αμήχανα...αλήθεια πες
Διαβασα ολα τα σχολια απο το πρωτο μεχρι το τελευταιο.ομορφια.
Πες, τώρα ποιο είναι το επόμενο που θ'ακούσουμε;
Αχ..Χαρουλα ναξερες ποσες απαντησεις σηκωνει αυτη η ερωτηση.
Το μινορε της αυγης,Αλεξιου.Πως θα περασει η βραδυα.Μπελλου
Και πως και γιατι θα τριτωσουν τα βινντεο,και ποιος ο ρολος της φωτογραφιας.Αλεξιου.Δωσμου μια μερα.
Ωραίαίος ο Σκάρος...τι θα πει;Λοιπόν αυτό το κωλομηχάνημα όσο το φοβάμαι, τόσο μ'αρέσει
Πάω για την Αλεξίου
Μη φύγεις:)
Εμενα με πνιγουν τοσα βασανιστικα ερωτηματα και συ διασκεδαζεις.ΑΚΑΘΑΡΜΑ
Αλεξιου.Το πολυ μαζι σκοτωνει.
Μια μέρα την εδίνω...:)
Το μινόρε της αυγής, και το πως θα περάσει η βραδιά επίσης.Παρόλαυτα σαν καλά να περνάει, καλό μου
Σα λίγο αποτομούτσικο ακούστηκε αυτό...πες βδε παιδί μου νύσταξα ο μαυρος
Ποσως αποτομο ω καλλιστη.Με απεραντη διαθεση αστεισμου μονο.Οσο για την νυστα θα πω ενα μονο.ΔΕΝ γεννηθηκε η γυναικα που θα με νυσταξει εμενα
Τώρα δε χαμογέλασα, γέλασα καρκαριστά...η αγέννητη:)))
Λοιπόν το κωλομηχάνημα πήρε θάρρος και δε βρίσκω αυτά που μου λες...πήρα και πρωτοβουλία η μαυρη και άκουσα το ζήταμου ότι θες...ο καθένας ότι έχει στην κεφαλά του, Κωνσταντή...και με τα σοβαρά δεν κάνουμε αστείσμούς...εντάψει;) (δεν είναι λάθος το ψ)
Μην γυρισεις.ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΙΟΙ
Τώρα πάλι το μαύρισες, σκοτεινε Κωνσταντή...δε θα ρωτήσω...θα τακούσω γιατί μαρέσει κι έμενα πολύ
Σοβαρα τωρα.Τι σου φανηκε τοσο ΣΟΒΑΡΟ
Το ρεφρέν
αργιλε μου γιατι σβηνεις.ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΙ
Πως θα αποφανθω κατι τετοιο.Δεν σεγνωριζω.ΧΙΛΙΕΣ ΒΡΑΔΥΕΣ ΘΑ ΜΑΡΝΗΘΕΙΣ.ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΙ
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ.Χερια μου αδειανα
Δε βρίσκω τίποτα, γαμώ την ασχετίλα μου
Άκουσα το μην ορκίζεσαι, το παράπονο και το καλή τύχη μάγκες που είχα χρόνια να τακούσω...άντε στη γεία
ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗΚΕΣ ΧΑΡΟΥΛΑ?
Πήγ;α να βάλω το τέταρτο Κωνσταντή, γιατί με σύγχισες με το αποφανθώ
Ακομη στο τεταρτο εισαι.Και γιατι σε πειραξε το αποφανθω καλη μου.Η διατυπωση ειταν πολυ σωστη
Γαμώ την ποίησή μου ρε Κωνσταντή τέτοιες ώρες, εγώ πάντως άκουσα το ο ήλιος βασιλεύει στο μεσοδιάστημα και πολύ το φχαριστήθηκα...άκου καλή μου πάνω στην τσατίλα;
Και τελειώσαν και τα τσιγάρα μου!
Το κακο στον γραπτο λογο ειναι οτι του λειπει ο τονος της φωνης.Και γιαυτο ισως εξαγωνται λανθασμενα συμπερασματα.
??????????
Βγάζουμε βρε , καλό μου βγάζω όχι εξάγωνται απ΄το πουθενά, πάντως όλα τα δίκια για το δε σε βλέπω και δε με βλέπεις...και βρήκα κια τσιγάρα και βρήκα και το μινοράκι...οπότε ούτε του παππά να μην το πεις, γιατί πήγαινα για την μάνα την καλύτερή μου φίλη και δε θα το σώναμε με τίποτα
Ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα κωνσταντή:)
Γαμώ τη χρονοκαθυστέρησή μου!
Ηταν ακαιρο.Ελπιζω να μην το ειδες
Χαθηκες.Αν σε κουρασα να το πεις
Ξαναλέω, λοιπόν, γιατί το μαλακισμένο το μήχάνημα, μάλλον μαζί σου είναι...
Τίνι τρόπω Κωνσταντή; ποιητικά και η ποιήτρια Ρούλα...τρομάρα της
Ενταξει Χαρουλα.Καλη σου μερα
Καλά που πήγα στην αρχή και βρήκα τα βαφτίσια!! Περί πουστοχωρίου ο λόγος! Καλή συνέχεια
Σευχαριστώ Γιώργη:)
Δημοσίευση σχολίου