Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Το νιάτο το ανακούρκοδο


Γύρισε από το καφενείο στο σπίτι, τη μοναδική του διαδρομή εδώ και δέκα χρόνια που είχε βγει στην σύνταξη. Πεινασμένος! Σαν λύκος.

Το’χε πάρει απόφαση να κάνει δίαιτα…ρούχο δεν τον χωρούσε…η σύνταξη μικρή… οι γιατροί ακριβοί…είχε και τρία ανύπαντρα, πορνάκια είπε ο πάτερ…έπρεπε να το σφίξει το ζωνάρι, αφού πρώτα σφαλίσει το στόμα..
Ζήτησε, μόνο ένα τσάι το προηγούμενο βράδυ από το Χρυσουλιώ. Δεν κοιμήθηκε, πολύ καλά το βράδυ, έχασε και στο μπουρλότο στο καφενείο.

Γύρισε μες στα νεύρα και την πείνα το μεσημέρι.

Το ταψί με το ριζάτο κοτόπουλο ήταν στη θέση του, αχνιστό.
Ανέβηκε στο ντιβάνι με τα γόνατα και πήρε θέση μπροστά στο ταψί, καθισμένος ανακούρκουδα.
Το Μάη θα’κλεινε 70 χρόνια που έτρωγε ανακούρκουδα, σαν το πουλί στο κλαρί.
«Δεν μπορώ, χαμηλά πλακώνομαι. Θέλω ψηλά να σας βλέπω»
Το Χρυσουλιώ τέσσερα στρώματα γονατιασμένα, είχε αλλάξει στο ντιβάνι της κουζίνας και πήγαινε για το πέμπτο.

«Θα πάω στην Έλλη, μου παρήγγειλε η Βούλα πως έπεσε κι έσπασε το χέρι της κι είναι κι ο Ηλίας στο κρεβάτι με γρίππη, την έχουν αλανιάσει τη Βούλα πάνω-κάτω να τους προσέχει, ογδόντα χρονών είναι κι αυτή, δεν αντέχει»

Πήρε το τάπερ μεγαλούτσικο, απ’ το ντουλάπι κι άρχισε να βάζει κοτόπουλο με ρύζι.
Την κοιτούσε μ’αγωνία…

«Φτάνει, φτάνει Χρυσουλιώ…γέροι άνθρωποι, μην πάθουν και τίποτα!»
«Βρε το νιάτο το ανακούρκοδο!» είπε το Χρυσουλιώ και γέμισε το τάπερ.
«Εμ, Χρυσουλιώ, όταν τρώει ο άνθρωπος από μεσημέρι σε μεσημέρι, χαζένεται…τον χάνει το λογαριασμό.»

Τα φοβόταν ο πατέρας τα γεράματα, δεν τα΄θελε.


2 σχόλια:

A.F.Marx είπε...

Kαλημέρα και καλό μήνα...
Εδώ και μισή ώρα περιπλανιέμαι στα παλιά σου ποστ... Απολαυστικότατες οι ιστορίες σου!
Καλώς σε βρήκα

roula karamitrou είπε...

Περάστε,στο φτωχικό μας κερνάμε και γλυκό!
Δεν είναι ψέματα, λόγω της ημέρας...
Θα ξανάρθεις, ε;